Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτυφόομαι
ὑπότυφος
ὑποτύφω
ὑπουάτιος
ὑπόϋγρος
ὑπουδαῖος
ὑπουθατίας
ὑπουθάτιος
ὑπούλη
ὕπουλος
ὑπουλότης
ὑπουράνιος
ὑπουργέω
ὑπούργημα
ὑπουργηματικός
ὑπουργητέον
ὑπουργητέος
ὑπουργία
ὑπουργός
ὑπουρέω
ὑπόφαιδρος
View word page
ὑπουλότης
treachery

ShortDef

treachery

Debugging

Headword:
ὑπουλότης
Headword (normalized):
ὑπουλότης
Headword (normalized/stripped):
υπουλοτης
IDX:
92751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92752
Key:

Data

{'content': 'treachery'}