Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισχύω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντίταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταμίας
ἀντίταξις
ἀντιταράττω
ἀντίτασις
ἀντιτάσσω
ἀντιταφρεύω
ἀντιτείνω
ἀντιτειχίζω
ἀντιτείχισμα
ἀντιτέμνω
ἀντιτέρπω
ἀντιτεταγμένως
ἀντίτευχος
View word page
ἀντιταράττω
stir up in opposition

ShortDef

stir up in opposition

Debugging

Headword:
ἀντιταράττω
Headword (normalized):
ἀντιταράττω
Headword (normalized/stripped):
αντιταραττω
IDX:
9274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9275
Key:

Data

{'content': 'stir up in opposition'}