Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
ὑποτυγχάνω
ὑποτύμβιος
ὑπότυπος
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτυπωτικός
ὑποτύραννος
ὑποτυρίς
ὑπότυφλος
ὑποτυφόομαι
ὑπότυφος
ὑποτύφω
ὑπουάτιος
ὑπόϋγρος
ὑπουδαῖος
ὑπουθατίας
ὑπουθάτιος
View word page
ὑποτύραννος
princeling

ShortDef

princeling

Debugging

Headword:
ὑποτύραννος
Headword (normalized):
ὑποτύραννος
Headword (normalized/stripped):
υποτυραννος
IDX:
92738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92739
Key:

Data

{'content': 'princeling'}