Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
ὑποτυγχάνω
ὑποτύμβιος
ὑπότυπος
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτυπωτικός
ὑποτύραννος
ὑποτυρίς
ὑπότυφλος
ὑποτυφόομαι
ὑπότυφος
View word page
ὑποτύμβιος
in the tomb
ShortDef
in the tomb
Debugging
Headword:
ὑποτύμβιος
Headword (normalized):
ὑποτύμβιος
Headword (normalized/stripped):
υποτυμβιος
IDX:
92732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92733
Key:
Data
{'content': 'in the tomb'}