Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
ὑποτυγχάνω
ὑποτύμβιος
ὑπότυπος
ὑποτυπόω
ὑποτύπτω
ὑποτύπωσις
ὑποτυπωτικός
ὑποτύραννος
ὑποτυρίς
ὑπότυφλος
View word page
ὑποτρώγω
to eat by way of preparation

ShortDef

to eat by way of preparation

Debugging

Headword:
ὑποτρώγω
Headword (normalized):
ὑποτρώγω
Headword (normalized/stripped):
υποτρωγω
IDX:
92730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92731
Key:

Data

{'content': 'to eat by way of preparation'}