Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
ὑποτυγχάνω
ὑποτύμβιος
ὑπότυπος
ὑποτυπόω
View word page
ὑποτροχίζω
lay under the wheel, torture
ShortDef
lay under the wheel, torture
Debugging
Headword:
ὑποτροχίζω
Headword (normalized):
ὑποτροχίζω
Headword (normalized/stripped):
υποτροχιζω
IDX:
92724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92725
Key:
Data
{'content': 'lay under the wheel, torture'}