Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
ὑποτυγχάνω
View word page
ὑπότροφος
reared at the breast

ShortDef

reared at the breast

Debugging

Headword:
ὑπότροφος
Headword (normalized):
ὑπότροφος
Headword (normalized/stripped):
υποτροφος
IDX:
92721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92722
Key:

Data

{'content': 'reared at the breast'}