Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
ὑποτρώγω
View word page
ὑποτροφή
supply of nourishment, sustenance

ShortDef

supply of nourishment, sustenance

Debugging

Headword:
ὑποτροφή
Headword (normalized):
ὑποτροφή
Headword (normalized/stripped):
υποτροφη
IDX:
92720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92721
Key:

Data

{'content': 'supply of nourishment, sustenance'}