Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
ὑποτρύω
View word page
ὑπότροπος
returning

ShortDef

returning

Debugging

Headword:
ὑπότροπος
Headword (normalized):
ὑπότροπος
Headword (normalized/stripped):
υποτροπος
IDX:
92719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92720
Key:

Data

{'content': 'returning'}