Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
ὑποτροχίζω
ὑπότροχος
ὑπότρυγος
ὑποτρύζω
ὑποτρυπάω
View word page
ὑποτρόπιος
under the keel

ShortDef

under the keel

Debugging

Headword:
ὑποτρόπιος
Headword (normalized):
ὑποτρόπιος
Headword (normalized/stripped):
υποτροπιος
IDX:
92718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92719
Key:

Data

{'content': 'under the keel'}