Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
ὑποτροχάζω
ὑποτρόχαλος
View word page
ὑποτροπιάζω
return again, recur

ShortDef

return again, recur

Debugging

Headword:
ὑποτροπιάζω
Headword (normalized):
ὑποτροπιάζω
Headword (normalized/stripped):
υποτροπιαζω
IDX:
92713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92714
Key:

Data

{'content': 'return again, recur'}