Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
ὑποτροφή
ὑπότροφος
View word page
ὑποτροπάζω
return

ShortDef

return

Debugging

Headword:
ὑποτροπάζω
Headword (normalized):
ὑποτροπάζω
Headword (normalized/stripped):
υποτροπαζω
IDX:
92711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92712
Key:

Data

{'content': 'return'}