Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
ὑποτρόπιος
ὑπότροπος
View word page
ὑποτρομώδης
somewhat tremulous

ShortDef

somewhat tremulous

Debugging

Headword:
ὑποτρομώδης
Headword (normalized):
ὑποτρομώδης
Headword (normalized/stripped):
υποτρομωδης
IDX:
92709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92710
Key:

Data

{'content': 'somewhat tremulous'}