Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
ὑποτροπίη
ὑποτροπικός
ὑποτρόπιον
View word page
ὑποτρομέω
to tremble under

ShortDef

to tremble under

Debugging

Headword:
ὑποτρομέω
Headword (normalized):
ὑποτρομέω
Headword (normalized/stripped):
υποτρομεω
IDX:
92707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92708
Key:

Data

{'content': 'to tremble under'}