Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπότρητος
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
ὑπότρομος
ὑποτρομώδης
ὑποτροπάδην
ὑποτροπάζω
ὑποτροπή
ὑποτροπιάζω
ὑποτροπιασμός
View word page
ὑποτρίταιος
less than full

ShortDef

less than full

Debugging

Headword:
ὑποτρίταιος
Headword (normalized):
ὑποτρίταιος
Headword (normalized/stripped):
υποτριταιος
IDX:
92704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92705
Key:

Data

{'content': 'less than full'}