Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
ὑποτρομέω
View word page
ὑποτρίζω
cry, squeak

ShortDef

cry, squeak

Debugging

Headword:
ὑποτρίζω
Headword (normalized):
ὑποτρίζω
Headword (normalized/stripped):
υποτριζω
IDX:
92697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92698
Key:

Data

{'content': 'cry, squeak'}