Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτράχηλος
ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
ὑπότριτος
ὑπότριψις
View word page
ὑποτρίβω
to rub down

ShortDef

to rub down

Debugging

Headword:
ὑποτρίβω
Headword (normalized):
ὑποτρίβω
Headword (normalized/stripped):
υποτριβω
IDX:
92696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92697
Key:

Data

{'content': 'to rub down'}