Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπότραυλος
ὑποτραχήλιον
ὑποτράχηλος
ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
ὑποτριπλάσιος
ὑποτρίταιος
View word page
ὑπότρητος
bored
ShortDef
bored
Debugging
Headword:
ὑπότρητος
Headword (normalized):
ὑπότρητος
Headword (normalized/stripped):
υποτρητος
IDX:
92694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92695
Key:
Data
{'content': 'bored'}