Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτραγῳδέω
ὑποτραυλίζω
ὑπότραυλος
ὑποτραχήλιον
ὑποτράχηλος
ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
ὑποτρέχω
ὑποτρέω
ὑπότρητος
ὑποτριβή
ὑποτρίβω
ὑποτρίζω
ὑποτριήραρχος
ὑποτριμερής
ὑπότριμμα
ὑποτριόρχης
ὑποτριπλασιεπιδίπεμπτος
View word page
ὑποτρέχω
to run in under

ShortDef

to run in under

Debugging

Headword:
ὑποτρέχω
Headword (normalized):
ὑποτρέχω
Headword (normalized/stripped):
υποτρεχω
IDX:
92692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92693
Key:

Data

{'content': 'to run in under'}