Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτομεύς
ὑποτομή
ὑπότονα
ὑποτόναιον
ὑποτονθορύζω
ὑποτοξεύομαι
ὑποτοπασμός
ὑποτοπέω
ὑποτοπητέον
ὑπότοπος
ὑποτορεύω
ὑποτραγῳδέω
ὑποτραυλίζω
ὑπότραυλος
ὑποτραχήλιον
ὑποτράχηλος
ὑποτραχύνω
ὑπότραχυς
ὑποτρέμω
ὑποτρέπομαι
ὑποτρέφω
View word page
ὑποτορεύω
engrave in toreutic work

ShortDef

engrave in toreutic work

Debugging

Headword:
ὑποτορεύω
Headword (normalized):
ὑποτορεύω
Headword (normalized/stripped):
υποτορευω
IDX:
92681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92682
Key:

Data

{'content': 'engrave in toreutic work'}