Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτίτθιος
ὑποτλάω
ὑπότμησις
ὑποτμητέος
ὑποτοβέω
ὑποτομεύς
ὑποτομή
ὑπότονα
ὑποτόναιον
ὑποτονθορύζω
ὑποτοξεύομαι
ὑποτοπασμός
ὑποτοπέω
ὑποτοπητέον
ὑπότοπος
ὑποτορεύω
ὑποτραγῳδέω
ὑποτραυλίζω
ὑπότραυλος
ὑποτραχήλιον
ὑποτράχηλος
View word page
ὑποτοξεύομαι
to be exposed to arrows

ShortDef

to be exposed to arrows

Debugging

Headword:
ὑποτοξεύομαι
Headword (normalized):
ὑποτοξεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποτοξευομαι
IDX:
92676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92677
Key:

Data

{'content': 'to be exposed to arrows'}