Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτίμησις
ὑποτιμητής
ὑποτίμητος
ὑποτίνω
ὑποτιτθικόν
ὑποτίτθιος
ὑποτλάω
ὑπότμησις
ὑποτμητέος
ὑποτοβέω
ὑποτομεύς
ὑποτομή
ὑπότονα
ὑποτόναιον
ὑποτονθορύζω
ὑποτοξεύομαι
ὑποτοπασμός
ὑποτοπέω
ὑποτοπητέον
ὑπότοπος
ὑποτορεύω
View word page
ὑποτομεύς
a cutting instrument

ShortDef

a cutting instrument

Debugging

Headword:
ὑποτομεύς
Headword (normalized):
ὑποτομεύς
Headword (normalized/stripped):
υποτομευς
IDX:
92671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92672
Key:

Data

{'content': 'a cutting instrument'}