Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποτερετίζω
ὑποτέταρτος
ὑποτετράγωνος
ὑποτετραμερής
ὑπότευξις
ὑπότεφρος
ὑποτεχνάομαι
ὑποτήκομαι
ὑποτηρέω
ὑποτίθημι
ὑποτίλλω
ὑποτιμάω
ὑποτίμημα
ὑποτίμησις
ὑποτιμητής
ὑποτίμητος
ὑποτίνω
ὑποτιτθικόν
ὑποτίτθιος
ὑποτλάω
ὑπότμησις
View word page
ὑποτίλλω
pluck up

ShortDef

pluck up

Debugging

Headword:
ὑποτίλλω
Headword (normalized):
ὑποτίλλω
Headword (normalized/stripped):
υποτιλλω
IDX:
92658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92659
Key:

Data

{'content': 'pluck up'}