Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
ὑποτεμενίτης
ὑποτέμνω
ὑποτερετίζω
ὑποτέταρτος
View word page
ὑποτείχισμα
a cross-wall

ShortDef

a cross-wall

Debugging

Headword:
ὑποτείχισμα
Headword (normalized):
ὑποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
υποτειχισμα
IDX:
92639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92640
Key:

Data

{'content': 'a cross-wall'}