Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
ἀντισχηματίζω
ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντίταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταμίας
ἀντίταξις
View word page
ἀντίσχυρος
strong to resist

ShortDef

strong to resist

Debugging

Headword:
ἀντίσχυρος
Headword (normalized):
ἀντίσχυρος
Headword (normalized/stripped):
αντισχυρος
IDX:
9263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9264
Key:

Data

{'content': 'strong to resist'}