Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
ὑποτεμενίτης
ὑποτέμνω
View word page
ὑποτειχίζω
to build a wall under; to build a cross-wall

ShortDef

to build a wall under; to build a cross-wall

Debugging

Headword:
ὑποτειχίζω
Headword (normalized):
ὑποτειχίζω
Headword (normalized/stripped):
υποτειχιζω
IDX:
92637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92638
Key:

Data

{'content': 'to build a wall under; to build a cross-wall'}