Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
ὑποτεμενίτης
View word page
ὑποτείνω2
[> ὑποτίνω]
ShortDef
to stretch under, put under
[> ὑποτίνω]
Debugging
Headword:
ὑποτείνω2
Headword (normalized):
ὑποτείνω
Headword (normalized/stripped):
υποτεινω2
IDX:
92636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92637
Key:
Data
{'content': '[> ὑποτίνω]'}