Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτελίς
ὑποτέλλομαι
View word page
ὑποτείνω
to stretch under, put under
ShortDef
to stretch under, put under
[> ὑποτίνω]
Debugging
Headword:
ὑποτείνω
Headword (normalized):
ὑποτείνω
Headword (normalized/stripped):
υποτεινω
IDX:
92635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92636
Key:
Data
{'content': 'to stretch under, put under'}