Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτεκμαίρομαι
ὑποτέλειος
ὑποτελέω
View word page
ὑποτάσσω
to place under, assign; place behind; subject, subdue
ShortDef
to place under, assign; place behind; subject, subdue
Debugging
Headword:
ὑποτάσσω
Headword (normalized):
ὑποτάσσω
Headword (normalized/stripped):
υποτασσω
IDX:
92632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92633
Key:
Data
{'content': 'to place under, assign; place behind; subject, subdue'}