Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
View word page
ὑποταρβέω
to shrink before
ShortDef
to shrink before
Debugging
Headword:
ὑποταρβέω
Headword (normalized):
ὑποταρβέω
Headword (normalized/stripped):
υποταρβεω
IDX:
92629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92630
Key:
Data
{'content': 'to shrink before'}