Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντισυναντάω
ἀντισυνάπτω
ἀντισυριγγιακός
ἀντισφαιρίζω
ἀντισφάττω
ἀντισφήν
ἀντισφίγγω
ἀντισφράγισμα
ἀντισχηματίζω
ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι
ἀντίσχυρος
ἀντισχύω
ἀντισῴζω
ἀντίσωσις
ἀντίταγμα
ἀντιτακτέον
ἀντιτακτικός
ἀντίτακτος
ἀντιταλαντεύω
ἀντιταμίας
View word page
ἀντισχυρίζομαι
to be stiff in maintaining a contrary opinion

ShortDef

to be stiff in maintaining a contrary opinion

Debugging

Headword:
ἀντισχυρίζομαι
Headword (normalized):
ἀντισχυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντισχυριζομαι
IDX:
9262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9263
Key:

Data

{'content': 'to be stiff in maintaining a contrary opinion'}