Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
View word page
ὑποταράσσω
to stir up, trouble from below

ShortDef

to stir up, trouble from below

Debugging

Headword:
ὑποταράσσω
Headword (normalized):
ὑποταράσσω
Headword (normalized/stripped):
υποταρασσω
IDX:
92628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92629
Key:

Data

{'content': 'to stir up, trouble from below'}