Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
ὑποτείνω
ὑποτείνω2
View word page
ὑποταμνόν
a plant cut off at bottom
ShortDef
a plant cut off at bottom
Debugging
Headword:
ὑποταμνόν
Headword (normalized):
ὑποταμνόν
Headword (normalized/stripped):
υποταμνον
IDX:
92626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92627
Key:
Data
{'content': 'a plant cut off at bottom'}