Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
ὑποταύριον
ὑποταφρεύω
View word page
ὑπότακτος
agreed

ShortDef

agreed

Debugging

Headword:
ὑπότακτος
Headword (normalized):
ὑπότακτος
Headword (normalized/stripped):
υποτακτος
IDX:
92624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92625
Key:

Data

{'content': 'agreed'}