Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑπότασις
ὑποτάσσω
View word page
ὑποτάκτης
one who brings into subjection

ShortDef

one who brings into subjection

Debugging

Headword:
ὑποτάκτης
Headword (normalized):
ὑποτάκτης
Headword (normalized/stripped):
υποτακτης
IDX:
92622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92623
Key:

Data

{'content': 'one who brings into subjection'}