Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
ὑπόταξις
ὑποταράσσω
View word page
ὑποταγή
subordination, subjection, submission
ShortDef
subordination, subjection, submission
Debugging
Headword:
ὑποταγή
Headword (normalized):
ὑποταγή
Headword (normalized/stripped):
υποταγη
IDX:
92618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92619
Key:
Data
{'content': 'subordination, subjection, submission'}