Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
ὑποταμνόν
View word page
ὑποσωρεύω
heap up under

ShortDef

heap up under

Debugging

Headword:
ὑποσωρεύω
Headword (normalized):
ὑποσωρεύω
Headword (normalized/stripped):
υποσωρευω
IDX:
92616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92617
Key:

Data

{'content': 'heap up under'}