Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
ὑποταμιεύω
View word page
ὑποσώρευσις
accumulation
ShortDef
accumulation
Debugging
Headword:
ὑποσώρευσις
Headword (normalized):
ὑποσώρευσις
Headword (normalized/stripped):
υποσωρευσις
IDX:
92615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92616
Key:
Data
{'content': 'accumulation'}