Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
ὑπότακτος
View word page
ὑποσωματόω
renew his body gradually

ShortDef

renew his body gradually

Debugging

Headword:
ὑποσωματόω
Headword (normalized):
ὑποσωματόω
Headword (normalized/stripped):
υποσωματοω
IDX:
92614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92615
Key:

Data

{'content': 'renew his body gradually'}