Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
ὑποτάκτης
ὑποτακτικός
View word page
ὑποσῴζω
rescue

ShortDef

rescue

Debugging

Headword:
ὑποσῴζω
Headword (normalized):
ὑποσῴζω
Headword (normalized/stripped):
υποσωζω
IDX:
92613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92614
Key:

Data

{'content': 'rescue'}