Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
ὑποτακτέον
View word page
ὑποσχισμός
breaking up
ShortDef
breaking up
Debugging
Headword:
ὑποσχισμός
Headword (normalized):
ὑποσχισμός
Headword (normalized/stripped):
υποσχισμος
IDX:
92611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92612
Key:
Data
{'content': 'breaking up'}