Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
ὑποταίνιος
View word page
ὑπόσχισμα
man's shoe
ShortDef
man's shoe
Debugging
Headword:
ὑπόσχισμα
Headword (normalized):
ὑπόσχισμα
Headword (normalized/stripped):
υποσχισμα
IDX:
92610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92611
Key:
Data
{'content': "man's shoe"}