Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
ὑπόταγμα
View word page
ὑποσχίζω
split underneath
ShortDef
split underneath
Debugging
Headword:
ὑποσχίζω
Headword (normalized):
ὑποσχίζω
Headword (normalized/stripped):
υποσχιζω
IDX:
92609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92610
Key:
Data
{'content': 'split underneath'}