Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
ὑποσωφρονιστής
ὑποταγή
View word page
ὑποσχιδακώδης
apt to splinter

ShortDef

apt to splinter

Debugging

Headword:
ὑποσχιδακώδης
Headword (normalized):
ὑποσχιδακώδης
Headword (normalized/stripped):
υποσχιδακωδης
IDX:
92608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92609
Key:

Data

{'content': 'apt to splinter'}