Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
ὑποσώρευσις
ὑποσωρεύω
View word page
ὑπόσχεσις
an undertaking, engagement, promise

ShortDef

an undertaking, engagement, promise

Debugging

Headword:
ὑπόσχεσις
Headword (normalized):
ὑπόσχεσις
Headword (normalized/stripped):
υποσχεσις
IDX:
92606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92607
Key:

Data

{'content': 'an undertaking, engagement, promise'}