Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
ὑποσωματόω
View word page
ὑποσχάζω
trip up

ShortDef

trip up

Debugging

Headword:
ὑποσχάζω
Headword (normalized):
ὑποσχάζω
Headword (normalized/stripped):
υποσχαζω
IDX:
92604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92605
Key:

Data

{'content': 'trip up'}