Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
ὑποσῴζω
View word page
ὑποσφυρίζομαι
cover in the seed when sown
ShortDef
cover in the seed when sown
Debugging
Headword:
ὑποσφυρίζομαι
Headword (normalized):
ὑποσφυρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσφυριζομαι
IDX:
92603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92604
Key:
Data
{'content': 'cover in the seed when sown'}