Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
ὑποσχισμός
ὑπόσχολος
View word page
ὑποσφραίνομαι
get scent of
ShortDef
get scent of
Debugging
Headword:
ὑποσφραίνομαι
Headword (normalized):
ὑποσφραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσφραινομαι
IDX:
92602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92603
Key:
Data
{'content': 'get scent of'}