Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
ὑποσχιδακώδης
ὑποσχίζω
ὑπόσχισμα
View word page
ὑποσφίγγω
to bind tight below

ShortDef

to bind tight below

Debugging

Headword:
ὑποσφίγγω
Headword (normalized):
ὑποσφίγγω
Headword (normalized/stripped):
υποσφιγγω
IDX:
92600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92601
Key:

Data

{'content': 'to bind tight below'}