Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑποσυμπαθέω
ὑποσυναλείφομαι
ὑποσυνάπτω
ὑποσύνθετος
ὑποσύνθημα
ὑποσυριγμός
ὑποσυρίζω
ὑποσυρμός
ὑποσύρω
ὑποσυστρέφω
ὑπόσυχνος
ὑπόσφαγμα
ὑποσφάξ
ὑποσφίγγω
ὑποσφραγίζω
ὑποσφραίνομαι
ὑποσφυρίζομαι
ὑποσχάζω
ὑποσχεσάριος
ὑπόσχεσις
ὑποσχετικός
View word page
ὑπόσυχνος
somewhat frequent

ShortDef

somewhat frequent

Debugging

Headword:
ὑπόσυχνος
Headword (normalized):
ὑπόσυχνος
Headword (normalized/stripped):
υποσυχνος
IDX:
92597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-92598
Key:

Data

{'content': 'somewhat frequent'}